- μιξέλλην
- μιξέλλην, -ηνος, ὁ, ἡ (Α)αυτός που είναι κατά το ένα ήμισυ Έλληνας και κατά το άλλο ήμισυ βάρβαρος («οὐκ ὀλίγοι δὲ μιξέλληνες, ὧν οἱ πλείους αὐτόμολοι καὶ δοῡλοι», Πολ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο)- τού μίγνυμι* / μείγνυμι + Ἕλλην (πρβλ. μισ-έλλην)].
Dictionary of Greek. 2013.